- μικροβιότοπος
- Μια επί μέρους περιοχή ενός ευρύτερου βιότοπου στην οποία έχει προσαρμοστεί ένας ή περισσότεροι πληθυσμοί και στην οποία οι περιβαλλοντικοί παράγοντες υφίστανται μικρότερες διακυμάνσεις απ’ ότι στο σύνολο του βιότοπου. Το τροπικό δάσος, για παράδειγμα, είναι γενικά ένας βιότοπος, αλλά το φως, η θερμοκρασία και η υγρασία στο έδαφός του κυμαίνονται μέσα σε πολύ πιο στενά όρια απ’ ότι στο σύνολο του δάσους. Γι’ αυτό αποτελεί έναν χωριστό μ. με τη δική του χλωρίδα και πανίδα που δεν μπορεί να ζήσει αλλού.
Dictionary of Greek. 2013.